-
1 τάφος [2]
τάφος, τό, Staunen, Verwunderung; τάφος δ' ἕλε πάντας, Od. 21, 122. 24, 441; τάφος δέ οἱ ἦτορ ἵκανεν, 23, 93; H. h. 6, 37.
-
2 τάφος
A funeral-rites, Il.23.619, Od.4.547; δαινύναι τάφον to give a funeral-feast, Il.23.29, Od.3.309; τελέσαι τάφον Ἕκτορι δίῳ to perform the funeral-rites, Il.24.660; so ὃν πόλις στυγεῖ, σὺ τιμήσεις τάφῳ; A. Th. 1051;τάφῳ κτερίζειν S.Ant. 203
;τάφον τινὸς θέσθαι Id.OT 1447
;τ. περιστέλλειν νεκροῦ Id.Aj. 1170
; τάφου τυχεῖν obtain the rites of burial, E.Hec.47;τοιόσδε ὁ τ. ἐγένετο Th.2.47
: pl. of a single funeral, Pl.R. 414a; so of cremation, Clitarch. 32 J.II grave, tomb, Hes.Sc. 477, Pi.I.8(7).63, A.Pers. 686, Ch. 168, S.El. 1218 sq., Hdt.2.136, Th.1.26, etc. (never in Hom.): pl. of a single grave, S.OC 411; ὄντες ἐν τάφοις dead and buried, A.Eu. 767; μέγας γ' ὀφθαλμὸς οἱ πατρὸς τάφοι his being dead and buried, S.OT 987:—γῦπες ἔμψυχοι τάφοι Gorg.5a
.2 ἔμψυχός τις τ. a 'living skeleton', Luc.DMort.6.2.------------------------------------A astonishment, amazement,τ. δ' ἕλε πάντας Od.21.122
, cf. 24.441;τ. δέ οἱ ἦτορ ἵκανεν 23.93
; dat.τάφει Ibyc.21
. -
3 θάμβος
θάμβος, τό, auch ὁ, Simonds bei Schol. Il. 4, 79 (vgl. τάφος, τέϑηπα), Staunen, Erstaunen, Verwunderung, Entsetzen; ϑάμβος δ' ἔχεν εἰςορόωντας Il. 4, 79; ϑάμβος δ' ἕλε πάντας ἰδόντας Od. 5, 372; Ar. Av. 781; δύςφορον Pind. N. 1, 55; ϑάμβει ἐκπλαγέντες Eur. Rhes. 291, vgl. Hec. 180; in Prosa, ὁ στόλος οὐχ ἧσσον τόλμης τε ϑάμβει, Staunen über das Wagniß, καὶ ὄψεως λαμπρότητι περιβόητος ἐγένετο Thuc. 6, 31; ὑπ' αἰσχύνης τε καὶ ϑάμβους Plat. Phaedr. 254 c; geradezu Furcht, δεισιδαιμονία ϑάμβος ἐργάζεται Plut. Pericl. 6.
См. также в других словарях:
τάφος — Πόλη της αρχαίας Κεφαλληνίας. Oνομαζόταν και Ταφιούσσα. Αναφέρεται από τον Στέφανο τον Βυζάντιο. * * * (I) ο, ΝΜΑ λάκκος στη γη ή χώρος λαξευτός ή κτιστός όπου θάβεται ο νεκρός, μνήμα (α. «ο τάφος τους χορτάριασε» β. «ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾱσα γῆ… … Dictionary of Greek